- μουφλούζεμα
- το банкротство, разорение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουφλούζεμα — το [μουφλουζεύω] το αποτέλεσμα τού μουφλουζεύω, πτώχευση, χρεωκοπία, οικονομική κατάρρευση … Dictionary of Greek